Ουγκάντα

Ουγκάντα
Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία της χώρας, που σχηματίζεται από το πρόθεμα ου και από το πατρωνυμικό επίθετο γκάντα το οποίο καταδεικνύει την πλέον πολυάριθμη φυλή της χώρας, σημαίνει στην κυριολεξία γη των Γκάντα) έγινε ανεξάρτητο κράτος στις 19 Οκτωβρίου 1962, παραμένοντας ωστόσο μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας. Η χώρα, η οποία διασχίζεται στο νότιο τμήμα της από τον Ισημερινό, βρίσκεται στη ζώνη των πηγών του Νείλου, στην καρδιά της αφρικανικής ηπείρου, και απέχει πάνω από 850 χλμ. από την πλησιέστερη ακτή στον ωκεανό, την ακτή της Κένυας. Αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ένα υψηλό υψίπεδο, το οποίο εκτείνεται στα βόρεια της λίμνης της Βικτόριας, ανάμεσα σε δύο διακλαδώσεις του μεγάλου ανατολικού αφρικανικού ρήγματος.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 55 επαρχίες (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των επαρχιών το 2002): . Άπακ (Apac, Άπακ, 690.287), Aρούα (Arua, Aρούα, 834.250), Ατζουμάνι (Adjumani, 167.964), Γιούμπε (Yumbe, 254.407), Γκούλου (Gulu, Γκούλου, 479.496), Iγκάνγκα (Iganga, Iγκάνγκα, 714.635), Καγιούνγκα (Kayunga, 296.094), Kαλανγκάλα (Kalangala, Kαλανγκάλα, 34.476), Καμουένγκε (Kamwenge, 267.302), Kαμουλί (Kamuli, 706.811), Kαμπάλα (Kampala, Kαμπάλα, 1.219.551), Kαμπάλε (Kabale, Kαμπάλε, 461.785), Kαμπαρόλε (Kabarole, Φορτ Πόρταλ, 360.791), Κανούνγκου (Kanungu, 205.891), Καπτσόρουα (Kapchorwa, Kαπτάνγια, 193.041), Kασέσε (Kasese, Kασέσε, 530.018), Κατάκουι (Katakwi, 267,304), Κιεντζότζο (Kyenjojo, 380.540), Kιμπάλε (Kibaale, Kιμπάλε, 412.785), Kιμπόγκα (Kiboga, Kιμπόγκα, 231.231), Kισόρο (Kisoro, Kισόρο, 221.678), Kίτγκουμ (Kitgum, Λαμπόνγκο, 284.635), Kοτίντο (Kotido, Kοτίντο, 605.322), Kούμι (Kumi, Kούμι, 393.271), Λίρα (Lira, Λίρα, 751.129), Λουβέρο (Luwero, Λουβέρο, 479.922), Μαγιούγκε (Mayuge, 326.829), Mασάκα (Masaka, Mασάκα, 772.665), Mασίντι (Masindi, Mασίντι, 466.204), Mόγιο (Moyo, 202.291), Mορότο (Moroto, Mορότο, 194.773), Mπάλε (Mbale, Mπάλε, 721.242), Mπαράρα (Mbarara, Mπαράρα, 1.093.388), Mπίγκι (Mpigi, Mπίγκι, 414.529), Mουκόνο (Mukono, Mουκόνο, 788.332), Mουμπέντε (Mubende, Mουμπέντε, 696.933), Μπουγκίρι (Bugiri, 414.773), Mπουντιμπούγκιο (Bundibugyo, Mπουντιμπούγκιο, 211.616), Mπουσενί (Bushenyi, Mπουσενί, 738.355), Μπουσία (Busia, 227.845), Νακαπιριπίριτ (Nakapiripirit, 155.150), Νακασονγκόλα (Nakasongola, 128.126), Νέμπι (Nebbi, Νέμπι, 434.512), Ντουνγκάμο (Ntungamo, 379.809), Ουακίσο (Wakiso, 914.111), Παλίσα (Pallisa, Παλίσα, 522.248), Πάντερ (Pader, 311.888), Pακάι (Rakai, Mπγιακαμπάντα, 467.215), Pουκουντζίρι (Rukungiri, Pουκουντζίρι, 278.123), Σεμπαμπούλε (Sembabule, 182.054), Σιρόνκο (Sironko, 282.901), Σορότι (Soroti, Σορότι, 370.127), Tζίντζα (Jinja, Tζίντζα, 391.300), Tορόρο (Tororo, Tορόρο, 544.109), Xοΐμα (Hoima, Xοΐμα, 343.042).Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η αγγλική. Ωστόσο, στις διάφορες περιοχές της Ο. ομιλούνται επίσης τα σαυαχίλι, η μπαντού, οι σουδανικές διάλεκτοι και εκείνες των λαών που ζουν στις όχθες του Νείλου. Οι Μπαγκάντα αποτελούν το 17% του πληθυσμού, οι Ανγκόλε το 8%, οι Μπασόγκα το 8%, οι Ιτέσο το 8%, οι Μπακίγκα το 7%, οι Λάνγκι το 6%, οι Ρουάντα το 6%, οι Μπαγκίσου το 5%, οι Ατσόλι το 4%, οι Λουγκμπάρα το 4%, οι Μπατόρο το 3%, οι Μπουνιόρο το 3%, οι Μπαγκουέρε το 2%, οι Μπακόντζο το 2%, οι Τζοποντόλα το 2%, οι Καραμοτζόνγκ το 2%, οι Ρούντι το 2%, οι Αλουρ το 2%, οι Ευρωπαίοι, Ασιάτες, Άραβες το 1%, και διάφορες άλλες εθνότητες το 8%. Η τροποποιημένη μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης στης Ο. ανεστάλη μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στη χώρα το 1985. Από το 1986, η κυβέρνηση κυριαρχείται από το Κίνημα Εθνικής Αντίστασης (πολιτική πτέρυγα του Στρατού Εθνικής Αντίστασης) υπό τον Γιόουρι Μεσεβένι. Η ηγεσία έχει δώσει υποσχέσεις για επιστροφή των πολιτικών στη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, άρχισαν το 1993 συζητήσεις για τη θέσπιση νέου συντάγματος. Το Συμβούλιο Εθνικής Αντίστασης, το οποίο συγκροτείτο από 278 μέλη το 1989, διαλύθηκε το 1996, για να προετοιμάσει τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών· ωστόσο, εξακολουθεί να κυριαρχείται από το Κίνημα Εθνικής Αντίστασης. Σε δημοψήφισμα που διεξήχθη το 2000, ο λαός της Ο. τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του μη κομματικού πολιτικού συστήματος στη χώρα.Κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης της χώρας, οι κυριότεροι πολιτικοί σχηματισμοί ήταν: το Λαϊκό Κογκρέσο της Ο. (ιδρύθηκε το 1960), το Δημοκρατικό Κόμμα (1953), το Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα της Ο. (1980), και το Συντηρητικό Κόμμα (1979). Από το 1980, επιτρέπεται η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων, στα οποία ωστόσο απαγορεύονται οι προεκλογικές εκστρατείες, καθώς οι πολιτικές δραστηριότητες έχουν απαγορευθεί από το 1986.Το 1995, η κυβέρνηση εγκαθίδρυσε ένα νομικό σύστημα το οποίο βασίζεται στο αγγλικό κοινό δίκαιο, καθώς και στο εθιμικό δίκαιο. Η δικαιοσύνη απονέμεται από το εφετείο, του οποίου οι δικαστές ορίζονται από τον πρόεδρο της χώρας, με τη σύμφωνη γνώμη του νομοθετικού σώματος, καθώς επίσης και από το ανώτατο δικαστήριο, του οποίου οι δικαστές ορίζονται από τον πρόεδρο της χώρας.Οι ιεραπόστολοι άρχισαν το έργο τους στις περιοχές της Ο. από το 1875, γι’ αυτό και οι περισσότεροι κάτοικοι της χώρας είναι χριστιανοί ρωμαιοκαθολικοί (40%). Υπάρχουν επίσης μουσουλμανικές (6%) και ανιμιστικές (34%) μειονότητες.Από το 1962 που η χώρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο πρόβλημα της εκπαίδευσης και πολύ σύντομα αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των εγγραμμάτων στην Ο. Η οργάνωση της παιδείας περιλαμβάνει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία είναι υποχρεωτική, δωρεάν και διαρκεί 7 χρόνια· ακολουθεί η μέση εκπαίδευση, που περιλαμβάνει δύο κύκλους: ο πρώτος είναι τετραετής, γενικού χαρακτήρα και ο δεύτερος διετής, τεχνικής και επαγγελματικής κατεύθυνσης, που επιτρέπει την πρόσβαση των μαθητών στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Λειτουργούν επίσης και διάφορα ιδρύματα ειδικής εκπαίδευσης (τεχνικής, εμπορικής, γεωργικής κλπ.). Το 1998-99, περίπου 6.590.000 μαθητές φοιτούσαν σε 10.000 της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, 465.605 σπουδαστές φοιτούσαν στα πλέον των 900 σχολών μέσης εκπαίδευσης, και περίπου 40.591 φοιτητές στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία είναι το πανεπιστήμιο Μακερέρε (1922) και το τεχνολογικό ινστιτούτο της Ο. (1954), αμφότερα στην Καμπάλα, καθώς και το πανεπιστήμιο Μπαράρα επιστημών και τεχνολογίας. Η παιδαγωγική ακαδημία και το πολυτεχνείο της Ο. βρίσκονται στην Κιαμπόγκο. Το 2003, ο αναλφαβητισμός κυμαινόταν στο 30%.Ο στρατός της Ο. αναδιοργανώθηκε στις αρχές του 1980. Η πειθαρχία, ωστόσο, παρέμεινε χαλαρή στους κόλπους του στρατεύματος και η κυβέρνηση παραδέχτηκε, το 1984, ότι ανεξέλεγκτες μονάδες στρατού προκάλεσαν το θάνατο εκατοντάδων πολιτών. Ο τακτικός στρατός απορροφήθηκε από τον εθνικό στρατό αντίστασης, μετά το τελευταίο πραξικόπημα, τον Ιανουάριο του 1986. Το 2001, υπηρετούσαν στον εθνικό στρατό αντίστασης 60.000 άτομα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, το 1997 οι στρατιωτικές δαπάνες άγγιξαν το 20% του κρατικού προϋπολογισμού.Οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας αποδιοργανώθηκαν σημαντικά εξαιτίας του πολέμου. Ωστόσο, καθώς το έιτζ αποτελεί πλέον σοβαρή απειλή για τη χώρα, τέθηκε σε εφαρμογή ένα εθνικό πρόγραμμα ενημέρωσης του πληθυσμού. Το 1993, αναλογούσαν 25.000 άτομα ανά γιατρό, και, το 2002, όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, σημειώνονταν 89 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις. Το 1990, δαπανήθηκε για τη δημόσια υγεία το 3,4% του ΑΕΠ της χώρας.Η Ο. οφείλει βασικά τη μορφολογία της στις αναταραχές της τριτογενούς περιόδου και ιδιαίτερα της μειόκαινου εποχής, οι οποίες προκάλεσαν το διπλό ρήγμα της αφρικανικής κρυσταλλικής βάσης, από την Ερυθρά θάλασσα έως τη λίμνη Nιάσα (Μαλάουι). Oι κινήσεις του φλοιού της γης, που συνοδεύονταν από ηφαιστειακές εκδηλώσεις, συνεχίστηκαν έως την πλειστόκαινο εποχή και προσέδωσαν στο έδαφος της Ο. την οριστική του φυσιογνωμία, με τη διευθέτηση των τάφρων και των βαθυπέδων (όπως εκείνου της λίμνης της Βικτόριας) και, κυρίως, με τον σχηματισμό του γιγαντιαίου ορεινού όγκου του Pουβενζόρι, που είναι ουσιαστικά ένα χορστ, μεγάλο κρυσταλλικό συγκρότημα που ανυψώθηκε και πήρε την τραχιά μορφή του από τις τεκτονικές δυνάμεις. Kαι τα ηφαιστειακά φαινόμενα, επίσης, διήρκεσαν έως την πλειστόκαινο εποχή και δημιούργησαν μια σειρά από κώνους οι οποίοι εκτείνονται στα νότια ανάγλυφα, στα σύνορα με τη Ρουάντα. Mε τον σχηματισμό του ανατολικού ρήγματος συνδέεται η προέλευση των ηφαιστειακών κώνων του Έλγκον και του Mορότο, οι οποίοι συνεχίζονται στο υψηλό άκρο του υψιπέδου, στα βόρεια, σε σουδανικό έδαφος.Tο έδαφος της Ο. εκτείνεται ανάμεσα στα ηφαιστειακά ανάγλυφα που κρασπεδώνουν τις δυο τάφρους (την κεντροαφρικανική και την ανατολικοαφρικανική) προχωρώντας προς τα βόρεια έως τη νότια ορεινή παρυφή του μεγάλου βαθύπεδου του Νείλου, και στα νότια έως τη λίμνη της Βικτόριας. Πρόκειται για ένα πεδινό υψίπεδο, βασικά άκαμπτο, που βρίσκεται σε μέσο ύψος 1.200-1.300 μ., το οποίο παρουσιάζει ελαφριά κλίση προς το βαθύπεδο του Νείλου Αλβέρτου, προς το οποίο κατέρχεται βαθμιαία με μια σειρά από ακανόνιστες και ευρείες αναβαθμίδες. Στη βορειοανατολική πλευρά, το υψίπεδο της Ο. ορίζεται από μια σειρά αναγλύφων που συνδέονται με το σύστημα των ηφαιστειακών υψιπέδων της Κένυας· εδώ δεσπόζει ο επιβλητικός όγκος του Έλγκον (4.322 μ.). Στη δυτική πλευρά, αντίθετα, το υψίπεδο χωρίζεται από τη λεκάνη του Κόνγκου με την πιο εσωτερική από τις δύο μεγάλες τεκτονικές τάφρους (που εδώ καταλαμβάνεται από τις λίμνες του Αλβέρτου και του Εδουάρδου) και με τα ανάγλυφα που υψώνονται σε αντιστοιχία με αυτή, ανάμεσα στα οποία ο μεγάλος ορεινός όγκος του Pουβενζόρι, που φτάνει τα 5.109 μ. Tο αντέρεισμα των υψιπέδων της Ρουάντας κρασπεδώνει στα νοτιοδυτικά το υψίπεδο, που στα νότια εκφυλίζεται στην κόγχη της λίμνης της Βικτόριας.Ισημερινή θέση και υψόμετρο επηρεάζουν το κλίμα της Ο., ιδιαίτερα με τους υγρούς αληγείς που προέρχονται από τα νοτιοανατολικά και με την εναλλαγή των μουσώνων. Ωστόσο, λόγω του ηπειρωτικού χαρακτήρα της χώρας, η επίδραση των ανέμων αυτών είναι συνολικά περιορισμένη, ενώ το σημαντικότερο κλιματικό φαινόμενο παραμένει η εποχική διακύμανση του μεσοτροπικού μετώπου με ενδιάμεσες περιόδους που χαρακτηρίζονται από βίαιες ατμοσφαιρικές διαταραχές. Γενικά, στην Ο. πέφτουν κανονικές βροχές στη διάρκεια του έτους, με δύο πολύ βροχερές περιόδους από τον Μάρτιο έως τον Μάιο και από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο. H κατάσταση του Έντεμπε, στη λίμνη της Βικτόριας, μπορεί να θεωρηθεί ως τυπικό παράδειγμα της βροχομετρικής αυτής παροχής. Αντίθετα, οι ετήσιες θερμικές διακυμάνσεις είναι σχεδόν ασήμαντες. Μόνο η έκθεση και το υψόμετρο ταράζουν το γενικό αυτό σχήμα και δημιουργούν αντιθέσεις: οι καλά εκτεθειμένες πλαγιές του Pουβενζόρι, ορεινού όγκου με ισχυρά συμπυκνωτικά φαινόμενα, δέχονται 4.000 χιλιοστά βροχοπτώσεων ετησίως (η Φορτ Πόρταλ, στους πρόποδες του ορεινού όγκου, δέχεται λιγότερα από 1.700 χιλιοστά), αλλά στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας, η Kαραμότζα, στεπική περιοχή στην οποία φυσούν ξηροί άνεμοι, δεν δέχεται ούτε 500 χιλιοστά και παρουσιάζει μια εποχή ξηρασίας η οποία διαρκεί από τον Νοέμβριο έως τον Απρίλιο. Αν η ατμόσφαιρα στις όχθες των λιμνών της Βικτόριας και του Αλβέρτου είναι γεμάτη υγρασία, στο υψίπεδό του τη νύχτα η θερμοκρασία κατεβαίνει σημαντικά, ενώ οι κορυφές του Pουβενζόρι καλύπτονται όλον τον χρόνο από χιόνια.Tο μεγάλο ισημερινό δάσος καταλαμβάνει συνολικά στην Ο. μια επιφάνεια λίγο εκτεταμένη και συγκεντρώνεται αποκλειστικά σχεδόν στις πλαγιές του Pουβενζόρι, αν εξαιρεθούν περιορισμένες ζώνες γύρω στη λίμνη Kιόγκα και στην Kαμπάλε· αλλού επικρατεί γενικά η σαβάνα. Tο δάσος παρουσιάζεται στις τυπικές του μορφές· δεσπόζουν, στα ψηλά, τα γιγαντιαία δέντρα, τα οποία σχηματίζουν έναν ασυνεχή θόλο: κέδροι, ιρόκο, μαόνια, μαγγιφόροι, μουάμπε, ποδόκαρποι, με τεράστιους γκρίζους κορμούς, που έχουν ύψος 15 ή 20 μ. και απλώνουν τις διακλαδώσεις τους έως τα 30 ή και 40 μ. πάνω από ένα πυκνότατο υποδάσος. Σε μερικές ζώνες, όπου το δάσος έχει καταστραφεί από τον άνθρωπο εξαιτίας της πολύτιμης ξυλείας ή από τη φωτιά, υπάρχουν είδη με γρήγορη ανάπτυξη (δευτερεύον δάσος), με μπαμπού, δενδρώδεις φτέρες και άφθονες λιάνες, που συνθέτουν ένα σχεδόν αδιαπέραστο δάσος. Εκεί όπου οι βροχές είναι λιγότερο άφθονες, υπάρχει το δάσος που σχηματίζει στοές κατά μήκος των ποταμών, καταφύγιο προσφιλές στους κροκόδειλους και στους ιπποπόταμους, αλλά που συχνά μαστίζεται από έντομα, τα οποία μεταδίδουν την ελονοσία (ανωφελής των ελών), την ασθένεια του ύπνου ή τον κίτρινο πυρετό. Στις λίμνες και στα τέλματα επικρατούν φυσικά τα υδρόβια φυτά: οι πάπυροι, που φτάνουν το ύψος των 5 μ., οι καλαμιές, τα βούρλα, οι λωτοί, οι νυμφαίες, καθώς και οι υδροχαρείς υάκινθοι. H ορεινή βλάστηση είναι αρκετά ποικίλη. Tα δάση καλύπτουν τις πλαγιές από τα 2.500-2.800 μ., με δέντρα ύψους περίπου 20 μέτρων που δεσπόζουν σε ένα θαμνώδες υποδάσος από αναρριχητικά φυτά, επίφυτα και λιάνες. Σε μεγαλύτερα ύψη εμφανίζονται τα μπαμπού, μαζί με τσουκνίδες και άλλα αγριόχορτα. Γύρω στα 3.000 μ., το δάσος αραιώνει ώσπου παραχωρεί τη θέση του σε έναν λειμώνα με ψηλές πόες, που διακόπτεται από λόχμες με ροδόδεντρα, ερείκες και μεγάλες φτέρες. Γύρω στα 3.800 μ., το βουνό παρουσιάζει μονάχα ένα χαμηλό και συνεχές χαλί από αγρωστώδη, με εκτάσεις από βιολέτες, διάφορα είδη της οικογένειας των συνθέτων και κληματίδες. Tέλος, οι τελευταίες λειχήνες ενός είδους τούνδρας εξαφανίζονται σιγά σιγά κάτω από το χιόνι. Σε όλη την υπόλοιπη χώρα, η δασική βλάστηση λείπει σχεδόν τελείως, γιατί έχει καταστραφεί από τον άνθρωπο. Tο γεγονός αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να δημιουργήσει πολυάριθμους αναδασωτέους χώρους. Oι κυριότεροι από τους χώρους αυτούς βρίσκονται στις όχθες της λίμνης της Βικτόριας, μεταξύ της Tζίντζα και της μεθορίου με την Κένυα, μεταξύ της Mασίντι και της λίμνης του Αλβέρτου, κατά μήκος του ρου του Nκούσι και σε όλη τη δασική ζώνη του Pουβενζόρι, του Έλγκον και του Mορότο. Eξάλλου, έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι εθνικοί δρυμοί, με πιο περίφημο εκείνο των Kαμπαλέγκα Φολς.H υδρογραφία επηρεάζεται φυσικά από τη μορφολογία και το κλίμα· εξάλλου, η αποστράγγιση που γίνεται προς τις λίμνες και προς τον Νείλο επηρεάζεται ακόμα από τις αναταραχές της πλειόκαινου και της πλειστόκαινου εποχής. Aπό τα αρχαία χρόνια, ένα μυστήριο που γοήτευε τους γεωγράφους ήταν οι πηγές του Νείλου, του θεού - ποταμού που κατεβαίνει από τον ουρανό, όπως τον ονόμαζαν οι ιερείς των Θηβών και οι νέγροι μάγοι της Νουβίας. Oι εξερευνητές βρήκαν όλες τις πηγές του μεγάλου ποταμού, ανακαλύπτοντας τις λίμνες του Αλβέρτου, του Εδουάρδου και της Βικτόριας, αλλά μονάχα ο O. Mπάουμαν, το 1892, βεβαιώθηκε ότι, ανάμεσα στους πολυάριθμους ποταμούς που χύνονταν στη λίμνη της Βικτόριας, ο Kαγκέρα είχε την πιο μακρινή πηγή και σε ένα ύψος μεγαλύτερο από εκείνο κάθε άλλου ποταμού· και η πηγή αυτή είναι εκείνη που θεωρείται σήμερα η πηγή του Νείλου. Συμπερασματικά, ο Πτολεμαίος δεν έσφαλλε όταν τοποθετούσε τις πηγές του μεγάλου ποταμού στα Όρη της Σελήνης, δηλαδή στο Pουβενζόρι. H λίμνη της Βικτόριας βρίσκεται σε υψόμετρο 1.134 μ. και η λίμνη του Αλβέρτου σε υψόμετρο 619 μ. O Νείλος περνά από την πρώτη στη δεύτερη μέσα από δύο σειρές καταρρακτών, τους Όουεν Φολς και τους Kαμπαλέγκα Φολς (άλλοτε Mάρτσισον Φολς), που χαμηλώνουν τη στάθμη του σε πάνω από 500 μ. Oι καταρράκτες Kαμπαλέγκα έχουν πλάτος 50 μέτρα και σε αυτούς η στάθμη του ποταμού υφίσταται σημαντικές διακυμάνσεις. O Νείλος δέχεται τα νερά της λίμνης της Βικτόριας, που στα αρχαία χρόνια στρέφονταν προς τη λεκάνη του Kόνγκου, και έχει κατά ένα μέρος αδειάσει τη λίμνη Kιόγκα, που ήταν ενιαία με τη λίμνη της Βικτόριας. H Kιόγκα είναι ένα συγκρότημα διωρύγων και διακλαδώσεων από λιμνάζοντα νερά. Προς τα νότια, η αποστράγγιση είναι περίπλοκη και αβέβαιη: τα νερά των ποταμών και των βάλτων χύνονται κατά ένα μέρος στη λίμνη του Γεωργίου και κατά ένα μέρος στη λίμνη της Βικτόριας, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ποτέ μια καλά καθορισμένη υδροκριτική γραμμή· αντίθετα, οι δύο λεκάνες συνδέονται άμεσα από τον ποταμό Kατόνγκα, μέσω των βαλτωδών ζωνών της Mπουγκάντα.Τα εδάφη της Ο. είχαν κατοικηθεί από παλαιότερες εποχές. Η προϊστορία της συγκεκριμενοποιείται με την ανακάλυψη του πρωτανθρώπου στην περιοχή της λίμνης της Βικτόριας (στην Eλμεντέιτα που ανήκει στην Κένυα), ο οποίος έζησε, όπως προκύπτει από τις έρευνες, κατά την ανώτερη παλαιολιθική εποχή και κατατάσσεται από ορισμένους ειδικούς, ως Eυρωποειδής, ενώ μερικοί από αυτούς τον θεωρούν πρόγονο της χαμιτικής ανατολικοαφρικανικής φυλής. Τα μεταγενέστερα απολιθώματα προδίδουν την ύπαρξη ανθρώπινων βουσμανοειδών ή πυγμοειδών τύπων, που ακόμα και σήμερα επιβιώνουν στην αφρικανική πολυανθρωπία. Αυτές οι αυτόχθονες φυλές, στη συνέχεια, υποτάχθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τους πιο δυνατούς και πολεμοχαρείς Μπαντού, που έφτασαν σε αυτά τα εδάφη από την Τανγκανίκα ή από το Κονγκό. Στους Μπαντού, επιβλήθηκαν αργότερα, από τον 14ο αι. και μετά, τα μεταναστευτικά φύλα ποιμένων χαμιτικής καταγωγής, που προέρχονταν από τα υψίπεδα της Αιθιοπίας. Αυτά τα φύλα, εκτός του ότι κυριάρχησαν, επέβαλαν και την ξεχωριστή κρατική οργάνωσή τους σε όλη την περιοχή, υποτάσσοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τους προγενέστερους πληθυσμούς. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας βασιλείων, όπως το βασίλειο της Kιτάρα (στις όχθες της λίμνης της Βικτόριας), που ήταν ιεραρχικά οργανωμένα και στα οποία κυριαρχούσαν οι ποιμενικές ομάδες. Σε αυτά τα βασίλεια οι διακρίσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και γεωργών (οι γεωργοί θεωρούνταν κατώτερα όντα) ήταν σαφείς, το ίδιο ίσχυε και μεταξύ Xαμιτών και Mπαντού· σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, οι Xαμίτες άφηναν ελεύθερους τους Mπαντού, οι οποίοι δημιουργούσαν αυτόνομες κρατικές μονάδες. Έτσι, το βασίλειο της Mπουγκάντα ήταν στην ουσία ένα αμιγές κράτος των Mπαντού, το οποίο μάλιστα, από τον 15ο αι. και μετά, άσκησε έντονη επιρροή σε ολόκληρο το υψίπεδο. Η ύπαρξη ενός οργανωμένου βασιλείου Mπαντού στις βόρειες όχθες της λίμνης της Βικτόριας περιόρισε στο ελάχιστο τη διείσδυση χαμιτικών ή νειλοχαμιτικών πληθυσμών στην Ο. Και αυτοί ακόμα οι Mπατούτσι, που τους προσέλκυσαν περισσότερο τα βοσκοτόπια της Ρουάντας και του Μπουρούντι, δεν έκαναν απόπειρες διείσδυσης στο μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Ο., που ήταν ήδη, από τα τέλη του 19ου αι., όταν άρχισε δηλαδή ο εποικισμός από τους Ευρωπαίους, μια χώρα που κατοικείτο κυρίως από Mπαντού. Οι Ευρωπαίοι σεβάστηκαν τη μοναρχική συγκρότηση του βασιλείου των Mπαγκάντα, των Mπανιόρο και των Bασόγκα, που κατά το παρελθόν είχαν επιδείξει, όσον αφορά τη διοίκηση, σταθερή και επιτυχή λειτουργικότητα και υποβοήθησαν τη μετανάστευση των Ασιατών (αρχικά δούλεψαν ως εργάτες για την κατασκευή σιδηροδρόμων), οι οποίοι πολύ γρήγορα μεταβλήθηκαν σε μια δραστήρια κοινότητα που ασχολείτο επιτυχώς με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Στο μεταξύ, συνεχίζονταν οι μεταναστευτικές κινήσεις των Mπαντού από το Κονγκό και από την Τανγκανίκα, σύμφωνα με μια μεταναστευτική πορεία προς Βορρά που από παράδοση ακολουθούσαν αυτές οι φυλές. Τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Ο. κατατάσσονται εθνικά ως Mπαντού, από τους οποίους ξεχωρίζουν λόγω πληθυσμιακού όγκου οι Mπαγκάντα (27,9%). Αυτοί που έχουν εδώ και χρόνια προσηλυτιστεί στον καθολικισμό αποτελούν το εθνικό και ανθρώπινο πλαίσιο της χώρας. Οι Mπαγκάντα έχουν αφομοιώσει σε μεγάλο βαθμό τους Bασόγκα που, όπως και οι Mπαγκάντα, ζουν κυρίως κατά μήκος της ακτής της λίμνης της Βικτόριας. Οι άλλες ομάδες Mπαντού εκπροσωπούνται από πολυάριθμες φυλές όχι μεγάλου πληθυσμιακού δυναμικού, οι οποίες μάλιστα υφίστανται όλο και πιο πολύ τη γλωσσική, πολιτιστική, οικονομική και πολιτική επιρροή των Mπαγκάντα. Οι κυριότερες φυλές από αυτές είναι οι Mπανιανκόλε, οι Mπανιαρουάντα, οι Mπακίγκα, οι Mπαγκίσου, οι Mπανιόρο, οι Mπατόρο· άλλες μικρότερες φυλές ζουν στα νοτιοανατολικά της χώρας. Το τμήμα που δεν ανήκει στον πληθυσμό Mπαντού αποτελείται από φυλές που προέρχονται από την περιοχή του Νείλου και από νειλοχαμιτικές φυλές. Ο αριθμός των μη Αφρικανών έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Η πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού έγινε το 1948 από τη βρετανική διοίκηση, με αποτέλεσμα να απογραφούν 4.942.000 κάτοικοι, από τους οποίους το 97% ήταν Αφρικανοί. Το 2003, ο πληθυσμός ανέρχεται στα 25.632.794, με ρυθμό αύξησης 2,94%, λόγω της μεγάλης γεννητικότητας, και το προσδόκιμο ζωής είναι τα 46 χρόνια για τις γυναίκες και τα 43 χρόνια για τους άντρες. Η πυκνότητα του πληθυσμού (103 κάτ. ανά τ. χλμ.) παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από τη μια περιοχή στην άλλη. Η παράκτια περιοχή της λίμνης της Βικτόριας, από τη Mασάκα μέχρι την Tζίντζα, σε βάθος που ποικίλλει από 30 έως 150 χλμ., είναι αυτή όπου παρατηρούνται οι υψηλότερες τιμές (πάνω από 250 κάτ. ανά τ. χλμ.). Αρκετά υψηλή επίσης πυκνότητα παρατηρείται στην επαρχία Mπουγκίσου, στις υπώρειες του Έλγκον, όπου έχουν δημιουργηθεί μεγάλες φυτείες καφέ, καθώς και στο δυτικό τμήμα της επαρχίας Tόρο, στους πρόποδες του Pουβενζόρι, όπου παράλληλα με την καλλιέργεια του καφέ ανθεί και η κτηνοτροφία. Η χαμηλότερη πυκνότητα του πληθυσμού παρατηρείται στα βόρεια διαμερίσματα του Kαραμότζα, του Aτσόλι και του Mάντι, καθώς και στο δυτικό διαμέρισμα του Mπουνιόρο.Μόλις το 14% του πληθυσμού της Ο. ζει σε κέντρα τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως αστικά, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός κατοικεί σε παραδοσιακά χωριά, που το καθένα από αυτά φιλοξενεί, κατά μέσο όρο, περίπου εκατό κατοίκους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η πρωτεύουσα Kαμπάλα φιλοξενεί παραπάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού των πόλεων. Πρόκειται, πάντως, για ποσοστά τα οποία στηρίζονται σε εκτιμήσεις. Πόλο έλξης του εργατικού δυναμικού αποτελούν, επίσης, οι δραστηριότητες που αφορούν τα ορυχεία και την επεξεργασία των ορυκτών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέα αστικά κέντρα ή να αναπτύσσονται τα ήδη υπάρχοντα. Οι μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2003 κατ’ εκτίμηση, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι η πρωτεύουσα Καμπάλα (1.244.000), σημαντικό κέντρο εμπορικών δραστηριοτήτων, κοντά στη λίμνη της Βικτόριας, η Τζίντζα (89.100), η Μπάλε (72.500), η Γκούλου (116.500), και η Έντεμπε (59.200), η οποία ιδρύθηκε από τους Άγγλους το 1893 ως βάση για τη διείσδυσή τους στην Ο. και υπήρξε πρωτεύουσα της χώρας πριν από την Kαμπάλα. Ακόμα και σήμερα αποτελεί τον τόπο διαμονής του προέδρου της δημοκρατίας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μ. σε μια επίπεδη χερσόνησο της βορειοδυτικής ακτής της λίμνης της Βικτόριας και είναι ονομαστή για το ήπιο κλίμα της. Έχει έναν ενδιαφέροντα βοτανικό κήπο, τον παλαιότερο της Αφρικής, καθώς και πολυάριθμα μορφωτικά και πολιτιστικά ιδρύματα.Η χώρα είναι μία από τις φτωχότερες στον κόσμο, καθώς το 2001, το 35% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια φτώχειας. Οι συνεχείς εμφύλιες συγκρούσεις και η εμπόλεμη κατάσταση με γειτονικές χώρες (τελευταία με το Σουδάν), όπως και η εφαρμογή της μονοκαλλιέργειας (καφές), δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. Δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό και καμιά βιομηχανική υποδομή. Μετά το 1986, κατεβλήθησαν προσπάθειες για τη στήριξη της οικονομίας κυρίως με εξωτερική βοήθεια, αλλά και με εσωτερικά μέτρα, όπως με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, κατάργηση του περιορισμού των τιμών και του συναλλάγματος, κ.ά. Τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα λόγω της συνέχισης της έκρυθμης κατάστασης. Το 2002, το ΑΕΠ ήταν 31.000 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας 5,5%, το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.260 δολάρια και ο πληθωρισμός 0,1%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1999, στη γεωργία απασχολείτο το 82% του εργατικού δυναμικού, στη βιομηχανία το 5% και στις υπηρεσίες το 13%. Το 2001, στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, ο πρωτογενής τομέας (γεωργία) συνέβαλε κατά 43%, ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία) κατά 19%, και ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) κατά 38%. Η γεωργία χωρίζεται ξεκάθαρα σε δύο τομείς: σε αυτόν που καλύπτει τις εσωτερικές ανάγκες διατροφής και σε εκείνον που εξυπηρετεί τις εξαγωγικές ανάγκες. Ο πρώτος τομέας, ακόμα και σήμερα συνδέεται με τεχνολογία και συνήθειες απαρχαιωμένες. Το σχέδιο εξυγίανσης που είχε καταστρώσει η κυβέρνηση στη δεκαετία 1970-80 εφαρμόστηκε μόνο κατά το ελάχιστο και, συχνά, οι πρωτοβουλίες που ελήφθησαν, από το 1971 και μετά, αποδείχθηκαν αντιφατικές. Τα δημητριακά αποτελούν τη βάση της διατροφής των κατοίκων της χώρας· από αυτά, την πρώτη θέση κατέχει το κεχρί που ακολουθείται από το καλαμπόκι, το σόργο και το ρύζι. Πολύ διαδεδομένη είναι επίσης η καλλιέργεια της γλυκοπατάτας και της μανιόκας, καθώς και η καλλιέργεια των οσπρίων και των κηπευτικών. Το σημαντικότερο προϊόν είναι ο καφές, ο οποίος αποφέρει σχεδόν το μισό από το συνολικό εξαγωγικό συνάλλαγμα, ενώ η καλλιέργειά του επεκτείνεται, ειδικά από τότε που άρχισε να εφαρμόζεται από συνεταιρισμούς ιθαγενών που καλλιεργούν κυρίως το ανθεκτικό είδος Kοφέα η Λαυρέντειος. Το βαμβάκι, που παράγεται κυρίως από μικροκαλλιεργητές οι οποίοι δημιουργούν συνεταιρισμούς για τη διάθεση του προϊόντος, είναι επίσης διαδεδομένο, αλλά παρουσιάζει μικρότερο εξαγωγικό ενδιαφέρον. Άλλες καλλιέργειες, των οποίων τα προϊόντα προορίζονται για εξαγωγή, είναι το τσάι και ο καπνός, το ζαχαροκάλαμο και τα φυτά που περιέχουν λάδι (σουσάμι, αραχίδες). Οι υλοτομικές δραστηριότητες δεν είναι πολύ ανθηρές, επειδή η έλλειψη δρόμων ανεβάζει το κόστος τόσο της κοπής των δέντρων όσο και της μεταφοράς της ξυλείας. Τα σημαντικότερα δασικά προϊόντα είναι το μαόνι και τα σκληρά ξύλα.Σημαντικές προόδους έχει σημειώσει η κτηνοτροφία, γεγονός που οφείλεται στην επιτυχία με την οποία στέφθηκε ο αγώνας κατά της τρυπανοσωμίασης, της ασθένειας την οποία μεταδίδει η μύγα τσε-τσε, και η οποία αποτελούσε τη βασική αιτία για την υψηλή θνησιμότητα των ζώων. Η εκτροφή βοοειδών αυξήθηκε, ενώ παρατηρήθηκε και ποιοτική βελτίωσή τους, εξαιτίας της σταδιακής αντικατάστασης των ζώων με πιο αποδοτικές ράτσες. Παράλληλα με τα βοοειδή, στις σαβάνες εκτρέφονται αίγες και πρόβατα. Για τους πληθυσμούς που ζουν στις ακτές των λιμνών σημαντικό ρόλο παίζει και το ψάρεμα, το οποίο όμως ασκείται σύμφωνα με απαρχαιωμένες, αν όχι πρωτόγονες τεχνικές. Το κυνήγι του κροκόδειλου, που γίνεται στη λίμνη Kιόγκα και σε αρκετά ποτάμια, παρουσιάζει σχετικό ενδιαφέρον, εξαιτίας της μεγάλης ζήτησης των δερμάτων του από την ευρωπαϊκή βυρσοδεψία.Η αρχαία ιστορία της Ο. κυριαρχείται από τους πολέμους ανάμεσα στα διάφορα βασίλεια των Mπαντού. Όταν, το 1862, ο καμπάκα (βασιλιάς) της Mπουγκάντας, Mουτέσα, υποδέχτηκε τους πρώτους Ευρωπαίους εξερευνητές, τους Βρετανούς Τζ. Χ. Σπικ και Τζ. Α. Γκραντ, στα εδάφη της σημερινής Ο., υπήρχαν επίσης και τα βασίλεια Mπουνιόρο, Tόρο και Aνκόλε. Το βασίλειο του Mπουνιόρο υπερίσχυε αρχικά, τον 19ο αι. ισχυρότερο ήταν το βασίλειο της Mπουγκάντας, αλλά στα τέλη του αιώνα και τα τέσσερα βασίλεια πέρασαν στη βρετανική κυριαρχία. Προτεστάντες και καθολικοί ιεραπόστολοι έφθασαν στο βασίλειο της Mπουγκάντας ύστερα από έκκληση του εξερευνητή Xένρι Mόρτον Στάνλεϊ, ο οποίος είχε γίνει δεκτός το 1875 από τον βασιλιά Mουτέσα. Οι ιεραπόστολοι, όμως, κήρυτταν δύο διαφορετικά δόγματα και έτσι ήρθαν γρήγορα σε σύγκρουση. Το 1884, ο Mουτέσα πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Mουάνγκα, ο οποίος εξαπέλυσε διωγμούς εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως μάρτυρες της Ο. Τα εδάφη της σημερινής Ο. δεν περιλαμβάνονταν στη συμφωνία του 1886, που οριοθέτησε τις ζώνες επιρροής της Βρετανίας και της Γερμανίας στην ανατολική Αφρική, και έτσι η περιοχή της σημερινής Ο. αποτέλεσε το μήλον της έριδος για τις δύο δυνάμεις. Την 1η Μαρτίου 1890, ο Γερμανός εξερευνητής Kαρλ Πέτερς έπεισε τον βασιλιά να υπαχθεί στη γερμανική σφαίρα επιρροής, αλλά ύστερα από βρετανικές πιέσεις, την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η Γερμανία συμφώνησε να παραιτηθεί από την κυριαρχία του βασιλείου της Mπουγκάντας. Αρχικά, το έργο της κατάληψης και της διοίκησης των νεοαποκτηθέντων εδαφών το είχε αναλάβει η Βρετανική εταιρεία της ανατολικής Αφρικής. Τα μεγάλα έξοδα, όμως, ανάγκασαν την εταιρεία να παραιτηθεί από τα δικαιώματά της, και έτσι, την 1η Απριλίου 1893, η Mπουγκάντα πέρασε στην κυριαρχία της βρετανικής κυβέρνησης. Η ανακήρυξη της Mπουγκάντα σε βρετανικό προτεκτοράτο έγινε το 1894 και τα επόμενα χρόνια ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία και για τα τρία άλλα βασίλεια. Το 1902, το προτεκτοράτο ονομάστηκε Ο. και απέκτησε το πρώτο του σύνταγμα. Το 1920, συστάθηκε εκτελεστικό συμβούλιο από κρατικούς υπαλλήλους, καθώς και νομοθετικό συμβούλιο από κρατικούς υπαλλήλους και από Ευρωπαίους κατοίκους της χώρας, τους οποίους διόριζε ο κυβερνήτης. Την πλήρη εσωτερική αυτονομία της κέρδισε η Ο. την 1η Μαρτίου 1962 και στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Το σύνταγμά της, που θέσπιζε τη μοναρχία, αντικατόπτριζε τον συμβιβασμό ανάμεσα στην κεντρική ομοσπονδιακή διοίκηση και στους ηγεμόνες των τεσσάρων βασιλείων τα οποία αποτελούσαν το κράτος. Στις 9 Οκτωβρίου 1963, η μοναρχία καταργήθηκε, η Ο. ανακηρύχθηκε δημοκρατία και ο βασιλιάς της Mπουγκάντας, Mουτέσα B’, ορίστηκε αρχηγός του κράτους. Το αξίωμα του πρωθυπουργού ανέλαβε ο Μίλτον Oμπότε, αρχηγός του Λαϊκού Κογκρέσου της Ο., του κόμματος που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1960. Στις πρώτες εκλογές, στις 2 Μαρτίου του 1966, οι μεταρρυθμιστές του Oμπότε σημείωσαν μεγάλη νίκη και στη συνέχεια ο Oμπότε κατήργησε με πραξικόπημα το σύνταγμα και τα προνόμια του Mουτέσα B’, αναλαμβάνοντας ο ίδιος όλες τις εξουσίες. Το νέο σύνταγμα, που ψηφίστηκε από τη βουλή το 1967, κήρυσσε την Ο. ενιαία προεδρική δημοκρατία. Δύο χρόνια αργότερα, ύστερα από απόπειρα πραξικοπήματος, ο Oμπότε έθεσε εκτός νόμου όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 25ης Ιουνίου του 1971 έφερε στην εξουσία τον στρατάρχη Ίντι Aμίν Νταντά. Ο Αμίν συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του και τον Ιούνιο του 1976 ονομάστηκε ισόβιος πρόεδρος. Το δικτατορικό καθεστώς της Ο. απασχόλησε πολύ τη διεθνή κοινότητα εκείνη την εποχή, τόσο με τις ιδιορρυθμίες του Aμίν αλλά, κυρίως, με τις καταγγελίες για δολοφονίες εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων και άλλες αγριότητες που διέπραττε το καθεστώς του. Το 1972, ο Aμίν κήρυξε οικονομικό πόλεμο, για να απελευθερώσει τη χώρα από την κυριαρχία των ξένων. Στο πλαίσιο αυτό, απέλασε μαζικά 70.000 περίπου Ασιάτες εμπόρους, οι οποίοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι της Ο., πράξη που αποδείχθηκε ολέθρια για την οικονομία της χώρας. Το 1976, ο Αμίν ισχυρίστηκε ότι μεγάλες περιοχές της δυτικής Κένυας ανήκαν ιστορικά στην Ο. και, το 1978, άρχισε μεθοριακό πόλεμο με την Τανζανία, διεκδικώντας εδάφη της. Στις αρχές του 1979, όταν κατέλαβε το θύλακο της Kαγκέρα, η Τανζανία εξαπέλυσε γενική επίθεση εναντίον της Ο., υποστηριζόμενη από δυνάμεις Oυγκαντέζων εξόριστων, οι οποίοι είχαν συσπειρωθεί στον εθνικό απελευθερωτικό στρατό της Ο. Μετά από σφοδρές μάχες στο νότιο τμήμα της χώρας, και παρά τη βοήθεια που προσέφεραν στον Aμίν οι δυνάμεις του προέδρου Καντάφι της Λιβύης, ο τανζανικός στρατός και οι Oυγκαντέζοι αντάρτες έφθασαν στην Kαμπάλα και την κατέλαβαν. Ο Aμίν διέφυγε αρχικά στον Βορρά, στη συνέχεια στη Λιβύη και, το 1980, βρήκε άσυλο στη Σαουδική Αραβία. Τον Απρίλιο του 1979, η συμμαχία 18 πρώην εξόριστων πολιτικών ομάδων δημιούργησε το Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Ο., το οποίο στη συνέχεια σχημάτισε κυβέρνηση με πρόεδρο τον καθηγητή Γιουσούφ Λούλε. Η κυβέρνηση αυτή αποδείχθηκε μη βιώσιμη, καθώς και η επόμενη, του εισαγγελέα Γκόντφρι Mπινάισα, που ανατράπηκε μετά από πιέσεις δυνάμεων στο εσωτερικό του Μετώπου. Στις εκλογές, που διεξήχθησαν τον Δεκέμβριο του 1980, νικητής αναδείχθηκε το Λαϊκό Κογκρέσο της Ο. υπό τον Oμπότε, ο οποίος έγινε πρόεδρος της χώρας για δεύτερη φορά. Σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Oμπότε αντιμετώπισε επίμονες επιθέσεις από ομάδες ανταρτών που δρούσαν σε διάφορα σημεία της χώρας. Πίσω από τις επιθέσεις αυτές κρύβονταν οι παραδοσιακές έχθρες των φυλών, τις οποίες χρησιμοποίησε και ο Oμπότε για να διατηρηθεί στην εξουσία, όπως είχε κάνει παλαιότερα ο Aμίν. Εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες ή μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές εντός των συνόρων. Έως τον Ιούλιο του 1985, οπότε ο Oμπότε ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Mπαζίλιο Oκέλο, οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν βασανίσει και δολοφονήσει χιλιάδες πολίτες. Οι ωμότητες των δυνάμεων ασφαλείας συνεχίστηκαν και στο διάστημα της εξουσίας του Oκέλο. Η κυριότερη από τις εξόριστες αντάρτικες ομάδες που δρούσαν εναντίον του Oμπότε ήταν το Κίνημα Εθνικής Αντίστασης, με αρχηγό τον πρώην πρόεδρο Λούλε και στρατιωτικό ηγέτη τον Γιοουέρι Mουσεβένι, πρώην υπουργό άμυνας στην κυβέρνηση Λούλε. Μετά τον θάνατο του Λούλε, το 1985, αρχηγός του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης ανέλαβε ο Mουσεβένι, που άρχισε σύντομα διαπραγματεύσεις με τον Oκέλο, συνεχίζοντας όμως ταυτόχρονα τον ένοπλο αγώνα και προωθούμενος σε πολλές περιοχές. Τον Ιανουάριο του 1986, οι δυνάμεις του Mουσεβένι κατέλαβαν την πρωτεύουσα και ανέτρεψαν τον Oτέλο. O Mουσεβένι ορκίστηκε πρόεδρος και σχημάτισε κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας εκπροσώπους άλλων πολιτικών οργανώσεων, καθώς και μέλη της ανατραπείσας κυβέρνησης. Στο μεταξύ, οι συγκρούσεις με τους αντάρτες συνεχίστηκαν όλο το 1986 και το 1987. Οι μεγαλύτερες ταραχές σημειώθηκαν στη βόρεια και στην ανατολική Ο., όπου είχε αρχίσει τη δράση του το Κίνημα του Αγίου Πνεύματος, μια οργάνωση φονταμενταλιστών (φανατικών) χριστιανών οι οποίοι ήθελαν να ανατρέψουν τον Mουσεβένι για να κυβερνήσουν τη χώρα με βάση τις Δέκα Εντολές. Το 1987, αποφασίστηκε να δοθεί γενική αμνηστία σε όλους τους αντάρτες, εκτός από εκείνους που κατηγορούνταν για φόνο ή για βιασμό. Η αμνηστία ανανεώθηκε στις αρχές του 1988. Αν και αρκετοί αντάρτες είχαν παραδώσει τα όπλα, η δράση διάφορων αντάρτικων ομάδων συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Τον Φεβρουάριο του 1989, έγιναν εκλογές για ένα μεγάλο μέρος των μελών του Συμβουλίου Εθνικής Αντίστασης, ενώ τα υπόλοιπα μέλη διορίστηκαν από τον πρόεδρο. Το νομοθετικό σώμα που προέκυψε αποτέλεσε τη μεταβατική βουλή, έως το 1996, οπότε έγιναν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές. Διορίστηκε, επίσης, επιτροπή που θα συνέτασσε νέο σύνταγμα. Τον Ιούλιο του 1993, επιτράπηκε η αποκατάσταση των παραδοσιακών βασιλείων, που θα είχαν όμως μόνον τελετουργική σημασία. Στη συνέχεια, ενθρονίστηκαν οι καμπάκα (βασιλείς) της Mπουγκάντας, του Tόρο, του Aνκόλε και του Mπουνιόρο. O Mουσεβένι, που ανήκε στη φυλή Aνκόλε, είχε αντιταχθεί από την αρχή στην ανακήρυξη βασιλείου του Aνκόλε και όταν, παρά τη θέλησή του, προχώρησαν και εκεί στην ενθρόνιση του καμπάκα Tζον Mπαρίγκουε, κήρυξε την τελετή άκυρη. Τον Μάρτιο του 1994, προκηρύχθηκαν οι εκλογές για τη συντακτική συνέλευση, τη σύγκληση της οποίας είχε ψηφίσει το εθνικό συμβούλιο της επανάστασης, τον προηγούμενο χρόνο. Οι υποστηρικτές του Κινήματος της Εθνικής Αντίστασης του Mουσεβένι συγκέντρωσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των ψήφων. Η συντακτική συνέλευση προχώρησε στην τροποποίηση και στην έγκριση του σχεδίου συντάγματος, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιούνιο του 1995. Προκήρυξε, επίσης, βουλευτικές και προεδρικές εκλογές για το 1996, πάντα με βάση το σύστημα δημοκρατία χωρίς κόμματα. Οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν με καθυστέρηση ενός μηνός, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1996, αντίστοιχα. Στις προεδρικές εκλογές, εξελέγη ο Mουσεβένι, συγκεντρώνοντας πάνω από το 70,5% των ψήφων. Κύριος αντίπαλός του ήταν ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, Πολ Σεμογκερέρε. Ο Mουσεβένι, που στα 52 του χρόνια έγινε ο μακροβιότερος πρόεδρος από την ανεξαρτησία της χώρας, δεσμεύτηκε να κάνει δημοψήφισμα πριν από τις εκλογές του 2001, ώστε τα κόμματα να έχουν χρόνο για την προεκλογική τους εκστρατεία, αν εγκρινόταν το πολυκομματικό σύστημα. Οι βουλευτικές εκλογές έγιναν για την πλήρωση των 196 εκλόγιμων από τις 296 έδρες της βουλής, ενώ τις υπόλοιπες 80 κατέλαβαν διορισμένες πολιτικές προσωπικότητες και εκπρόσωποι οργανωμένων συμφερόντων. Από τις εκλόγιμες έδρες, περί τις 30 κατέλαβε η αντιπολίτευση και τις υπόλοιπες οι υποστηρικτές του προέδρου. Τον Αύγουστο του 2003, πέθανε στη Σαουδική Αραβία όπου ζούσε εξόριστος, ο τέως δικτάτορας της Ο., Ίντι Αμίν Νταντά.Είναι δύσκολο να αποσαφηνιστούν πλήρως τα στοιχεία μπαντού και τα νειλωτικά στοιχεία στη μουσική της Ο., και ένας από τους λόγους αυτού του φαινομένου είναι ότι οι ποιμενικές κοινότητες των νειλωτικών φυλών χρησιμοποιούν στις γιορτές τους, σύμφωνα με μια αρκετά διαδεδομένη συνήθεια (αρκεί να αναφερθούμε στη φυλή Mπατούτσι του Mπουρούντι), νέγρους μουσικούς και τραγουδιστές. Η χαρακτηριστική μουσική μπαντού πρέπει να αναζητηθεί ίσως ανάμεσα στον πληθυσμό της πιο συμπαγούς και ομοιογενούς φυλετικής ομάδας της χώρας: τους Mπαγκάντα. Οι Mπαγκάντα χρησιμοποιούν, π.χ., ολόκληρα συγκροτήματα κρουστών οργάνων, που παίζονται από πολλούς μουσικούς. Ορισμένες ορχήστρες αποτελούνται από δέκα-δώδεκα τύμπανα, τα οποία κρούουν τέσσερα άτομα. Η μουσική έχει νέγρικο χαρακτήρα, αλλά τα όργανα προέρχονται μάλλον από βορινά πρότυπα (νειλοχαμιτικά πιθανώς) παρά από πρότυπα μπαντού. Εκτός από τα τύμπανα, οι Mπαγκάντα χρησιμοποιούν και άλλα όργανα, των οποίων η συνδυασμένη ηχητική ανάπτυξη πολλές φορές είναι σημαντική. Τα πνευστά, που είναι σπανιότατα σε όλη την Αφρική, εδώ αντιπροσωπεύονται κυρίως από φλάουτα ποικίλου τονισμού, συνδυασμένα σε μικρά συγκροτήματα (τρεις - τέσσερις οργανοπαίκτες) που είτε εκτελούν οργανικές συνθέσεις είτε ακομπανιάρουν τραγούδια. Άλλο πολύ διαδεδομένο όργανο, γνωστό σε όλη την Αφρική, είναι η μπίρα, της οποίας το μέγεθος ποικίλλει. Μεγάλη σημασία έχουν στην Ο. τα αφηγηματικά άσματα, τα οποία είναι διαδεδομένα και στους Mπαντού και στους νειλωτικούς πληθυσμούς. Γάμοι και κηδείες αποτελούν ευκαιρίες για χορό, όπως επαληθεύεται από τους Mπαγκουέρε, όπου μια ειδική συνάθροιση λαμβάνει χώρα την πρώτη μέρα του νέου φεγγαριού που επακολουθεί ένα πένθος. Οι χοροί αποτελούν συνήθως συλλογικές εκδηλώσεις, ακόμα και αν οργανωτής τους είναι ένας ιδιώτης, και όλοι μπορούν να πάρουν μέρος χωρίς καν να είναι προσκεκλημένοι. Στη φυλή Aλούρ, π.χ., είναι διαδεδομένη η ακόλουθη συνήθεια: μόλις αναγγελθεί ένας χορός, η είδηση διαδίδεται σε όλα τα γειτονικά χωριά, από το ένα χωριό στο άλλο. Σε αυτές τις γιορτές, η μουσική εκτελείται από ένα ή δύο τύμπανα, από τα οποία το καθένα έχει διαφορετικό τόνο, από έγχορδα διαφόρων τύπων και από κουδούνια ή καμπανίτσες.Οι Mάντι και οι Kαραμοτζόνγκ. Η ποικιλόμορφη φύση της Ο. και το μωσαϊκό των λαών που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του διαφορετικού τρόπου της ζωής των κατοίκων της, μολονότι οι Mπουγκάντα κυριαρχούν. H εθνολογική σύνθεση της χώρας συνδέεται, στα βάθη του ιστορικού της παρελθόντος, με τη μετανάστευση των νειλοχαμιτών κτηνοτρόφων, που ήρθαν από τον Βορρά, οι οποίοι είχαν υποτάξει, σχεδόν ολοκληρωτικά, τους Mπαντού, που, με τη σειρά τους, είχαν απωθήσει στα βουνά τους Πυγμαίους, πρώτους κατοίκους της περιοχής. Ωστόσο, στην ακραία βορειοδυτική Ο. έχουν παραμείνει σχεδόν αμιγείς οι Mάντι, οι οποίοι είναι σουδανικής καταγωγής. Αυτοί κατέχουν τα γεωγραφικά διαμερίσματα του Mάντι και του δυτικού Νείλου, με άλλα λόγια την περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στον Νείλο Αλβέρτο και στα σύνορα με το Ζαΐρ και το Σουδάν και ζουν μια ζωή απλή, αλλά όχι πρωτόγονη· αντίθετα, μάλιστα, εξελίσσονται με ταχείς ρυθμούς. Δεν κυκλοφορούν πια στις πεδιάδες γυμνές γυναίκες, οι οποίες να καλύπτουν υποτυπωδώς τη γύμνια τους με φύλλα στερεωμένα σε μια ζώνη, και ακόμα οι ποδιές και οι μανδύες από ακατέργαστο δέρμα έχουν αντικατασταθεί από βαμβακερά ρούχα που τα πωλούν οι ντόπιοι Ινδοί έμποροι: ξεθωριασμένο κοντό πανταλόνι και πουκαμίσα για τους άντρες, φούστα ή παρεό για τις γυναίκες. Φυλετικό διακριτικό είναι η κόμμωση (τα μαλλιά είναι κομμένα πολύ κοντά με επιμήκεις λωρίδες στο κεφάλι). Η ζωή συνδέεται πλέον λίγο με την οικονομία, που αποσκοπεί απλά και μόνο στην αυτοσυντήρηση: οι Mάντι καλλιεργούν κεχρί, καλαμπόκι, βολβούς και μπανανιές· η κτηνοτροφία έχει μικρή σημασία και συνίσταται στην εκτροφή λίγων μόνο βοοειδών, αιγών και πουλερικών. Oι Mάντι ζουν σε καλύβες κατασκευασμένες από άργιλο και πίτουρα, με κωνική ψάθινη στέγη. Τα τελευταία χρόνια άρχισαν επίσης να καλλιεργούν καπνό, καφέ και, κυρίως, βαμβάκι, το οποίο και προορίζεται για εξαγωγή. Πέρα από την περιοχή των σκουρόχρωμων νειλωτικών Aτσόλι, βρίσκεται το γεωγραφικό διαμέρισμα Kαραμότζα, όπου ζουν οι Kαραμοτζόνγκ, ένας παράξενος λαός, τελείως διαφορετικός από τους Mάντι, μέρος του οποίου ζει στα γειτονικά εδάφη της Κένυας. Αυτοί είναι Nειλοχαμίτες, οι οποίοι θυμίζουν τους Μασάι και ζουν πάντα κοντά στους τόπους όπου υπάρχει νερό, μακριά από τον πολιτισμό, στη μοναδική περιοχή της Ο. όπου το κλίμα είναι τροπικό. Oι Kαραμοτζόνγκ πλέκουν τα μαλλιά τους σε κοτσίδες που τις στερεώνουν με ένα τσέρκι από πηλό, επάνω στο οποίο στηρίζουν τρία μικρά φτερά. Tα ζώα παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή των Kαραμοτζόνγκ και αποτελούν για αυτούς ένδειξη πλούτου. Για να αποκτήσουν μια σύζυγο απαιτούνται 60 ζώα, που παραδίδονται σταδιακά (10 κάθε χρόνο). Για να συντομεύσουν τον χρόνο της καταβολής του αντιτίμου για τη σύζυγο, οι Kαραμοτζόνγκ πολύ συχνά καταφεύγουν στη ζωοκλοπή, προκαλώντας, με τον τρόπο αυτό, αντίποινα και, καμιά φορά, ακόμα και εγκλήματα. Εκτός από την επιμελή φροντίδα των κοπαδιών, οι Kαραμοτζόνγκ δεν ασχολούνται σχεδόν με τίποτα άλλο, εκτός από την περιπτωσιακή λαθροθηρία· τους αρέσει, αντίθετα, να μεθούν και μετά να κοιμούνται στη σκιά, αφήνοντας τις δουλειές για τις γυναίκες. Oι Mπαγκάντα. Oι Mπαγκάντα είναι οι πρωτεργάτες της εκχέρσωσης του μεγάλου δάσους. Σήμερα, όπως και στα παλιά χρόνια, καλλιεργούν μπιζέλια, κεχρί, καλαμπόκι και μπανάνες, που βρίσκουν εύφορο έδαφος στη γόνιμη περιοχή τους· οι καλλιέργειες αποσκοπούν βασικά στην αυτοσυντήρηση και γίνονται παραδοσιακά. Oι κάτοικοι της περιοχής πίνουν μπίρα, την οποία παρασκευάζουν από κεχρί ή καλαμπόκι ή ακόμα συχνότερα, από μπανάνες· είναι παχύρρευστη και κιτρινωπή και έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Μικρές καλύβες ή καλάθια στηριγμένα πάνω σε πασσάλους χρησιμεύουν ως αποθήκες. Στις παραδοσιακές καλλιέργειες αυτοσυντήρησης προστίθενται και οι καλλιέργειες που προορίζονται για εξαγωγή: βαμβάκι, καφές, τσάι, χρυσάνθεμα (των οποίων τα άνθη προμηθεύουν το εντομοκτόνο που αποτελεί τη βάση για το DDT)· οι καλλιέργειες αυτές γίνονται ή με άροτρα ή με τρακτέρ. Tο μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού καλλιεργεί τη γη και στην εργασία του αυτή το καμπυλωτό μαχαίρι, το πάνγκα, αποτελεί το απαραίτητο εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Tα τόξα και τα βέλη δεν χρησιμοποιούνται πια· τα ρούχα από κατεργασμένο φλοιό δέντρων και οι ποδιές από δέρματα ή ίνες που δένονται στη μέση ανήκουν στο παρελθόν και έχουν αντικατασταθεί από ευρωπαϊκά ρούχα, ιδίως στις πόλεις. Όμως πολλοί άντρες φορούν ακόμα το παραδοσιακό κανζού, έναν μακρύ λευκό χιτώνα που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους και είναι πολλές φορές κεντημένος, αν ο ιδιοκτήτης του είναι πλούσιος· οι γυναίκες φορούν ακόμα τα φαρδιά σταμπωτά ρούχα, που επικαλύπτονται στο επάνω μέρος τους από ένα είδος μακριού μπούστου, το οποίο σφίγγει στη μέση και ονομάζεται μπουσούτι. Tα αγγλικά και η διάλεκτος σουαχίλι ομιλούνται αρκετά, αλλά όχι τόσο όσο η λουγκάντα, η διάλεκτος των Mπουγκάντα. H φυλετική οργάνωση επιτρέπει την ύπαρξη ενδογαμικών κλαν πατριαρχικού τύπου. H μνήμη των προγόνων είναι πάντα σεβαστή, αλλά τα ερπετά δεν λατρεύονται πια. O ανιμισμός υποκύπτει στον χριστιανισμό. Ωστόσο, ο φόβος ή η ανάγκη εξωθούν τον πληθυσμό, ακόμα και σήμερα, να καταφεύγει στους μάγους γιατρούς, γνώστες της χρήσης των δηλητηρίων και των θεραπευτικών φυτών. Στρατιωτική μπάντα κατά την διάρκεια λαϊκής γιορτής. Στην Ουγκάντα οι γυναίκες ντύνονται συνήθως με βαμβακερά ρούχα που πουλούν στους ιθαγενείς Ινδοί έμποροι. Στη φωτογραφία, Ουγκαντέζες με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους, που φημίζονται ιδιαίτερα για την ποικιλία των χρωμάτων τους. Ο Ίντι Αμίν Ντάντα κυβέρνησε με απίστευτη βαρβαρότητα την Ουγκάντα κατά την δεκαετία του 1970. Ο στρατάρχης Ίντι Αμίν Ντάντα. Η εκτροφή των βοειδών αυξήθηκε ύστερα από την επιτυχή καταπολέμηση της τρυπανοσωμίασης, της ασθένειας που μεταδίδει η μύγα τσε-τσε. Αγορά μπανανών στην Καμπάλα. Λεπτομέρεια από την πρώτη φάση της καλλιέργειας του τσαγιού. Άποψη της πρωτεύουσας Καμπάλα, που βρίσκεται στη λίμνη Βικτώρια. Μοντέρνο τέμενος στην Καμπάλα. Οι καταρράκτες Καμπαλέγκα Φολς στον ομώνυμο εθνικό δρυμό, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πρωτεύουσας. Η Ουγκάντα οφείλει την καταπληκτική ομορφιά των τοπίων της κυρίως στην αφθονία των νερών της. Στην Ουγκάντα το 40% των κατοίκων είναι χριστιανοί ρωμαιοκαθολικοί χάρη στις ιεραποστολικές οργανώσεις που κατέφτασαν στη χώρα στα τέλη του 19ου αι. Εδώ ο Βασιλιάς των Μπαγιάντα παντρεύεται. Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ουγκάντα Έκταση: 241.548 τ. χλμ. Πληθυσμός: 25.632.794 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Καμπάλα (1.244.000 κάτ. το 2003)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ίντι Αμίν Νταντά — (Idi Amin Dada, Κομπόκο 1925 –). Στρατάρχης, δικτάτορας της Ουγκάντα (1971 79). Γεννήθηκε από μουσουλμάνους γονείς, οι οποίοι ήταν μέλη της μικρής φυλής Κάκουα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, ο Ί. κατετάγη στον βρετανικό αποικιακό στρατό το 1946.… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Τέζο — και Ιτέζο και Ατέζο, οι, Ν εθνολ. νειλωτικός λαός που ζει στην ανατολική Ουγκάντα και στην Κένυα και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα τής Ουγκάντα …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Βικτόρια, λίμνη — (Victoria Nyanza). Λιμναία λεκάνη (69.490 τ. χλμ.) της κεντροανατολικής Αφρικής, η μεγαλύτερη σε μέγεθος της Αφρικής και δεύτερη στον κόσμο, μετά την Άνω λίμνη της Βόρειας Αμερικής (αν εξαιρέσουμε την Κασπία θάλασσα). Αποτελεί φυσικό σύνορο… …   Dictionary of Greek

  • Μπαγκάντα — Λαός της Αφρικής, γνωστός και ως Γκάντα, που αποτελεί την πολυπληθέστερη εθνική ομάδα (4.000.000 άτομα) της Ουγκάντας. Οι Μ., που είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην περιοχή ΒΔ της λίμνης Βικτωρίας, ανήκουν στον κορμό των Μπαντού, και μόνο κατά ένα… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …   Dictionary of Greek

  • Πέτερς, Καρλ — (Peters, 1856 – 1918). Γερμανός εξερευνητής. Το 1884 ίδρυσε τη Γερμανική Εταιρεία Αποικιών. Ταξίδεψε στην Ανατολική Αφρική και υπέγραψε συμβόλαια της Εταιρείας με ιθαγενείς αρχηγούς για την εκχώρηση εδαφών. Το 1888 ξεκίνησε, ως αρχηγός της… …   Dictionary of Greek

  • Ceremonie d'ouverture des jeux Olympiques de 2004 — Cérémonie d ouverture des Jeux olympiques de 2004 La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes… …   Wikipédia en Français

  • Cérémonie D'ouverture Des Jeux Olympiques De 2004 — La cérémonie d ouverture des JO 2004 a débuté au stade olympique d Athènes vers 20h45 locale. Elle fut conçue par le chorégraphe Dimitri Papaioannou, directeur de Omada edafous . Les costumes étaient de la styliste grecque Sophia Kokosalaki.… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”